- άβηδος
- (abedus).Γένος εντόμων, σαρκοφάγων και ικανών κολυμβητών. Έχουν μήκος 10 εκ. Το θηλυκό προσκολλά τα αβγά του στη ράχη του αρσενικού, που τα διατηρεί εκεί έως ότου συντελεστεί η εκκόλαψή τους. Το δάγκωμά τους είναι επώδυνο.
Dictionary of Greek. 2013.